Οι “σαλταδόροι” της Κατοχής…

Η πείνα στην Κατοχική Ελλάδα που σχεδόν μετετράπη σε γενοκτονία του λαού μας, χτύπησε περισσότερο τα παιδιά. Αυτά, με τους ηρωισμούς τους και τη θέληση για ζωή, είναι οι “σαλταδόροι”, που έκαναν δύσκολη τη ζωή στους κατακτητές, είναι οι άγνωστοι πρωταγωνιστές που θυμίζει το περιοδικό του ΑΠΕ-ΜΠΕ, Πρακτορείο, στο αφιέρωμά του για την 28η Οκτωβρίου.

Αν και ο όρος «σαλταδόρος» στη διάρκεια δεκαετιών είναι μάλλον κακόφημος, εντούτοις με αυτόν αναφερόμαστε στη διάρκεια της φασιστικής Κατοχής στην Ελλάδα, σε εκείνους τους ατρόμητους πιτσιρικάδες, που οδηγημένοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης «σάλταραν» στα καμιόνια των κατακτητών που μετέφεραν τρόφιμα,πετώντας στο δρόμο κουραμάνες για τους ανθρώπους που λιμοκτονούσαν.

Άλλες φορές έπαιρναν μαζί τους όσα τρόφιμα μπορούσαν να κουβαλήσουν και η πεινασμένη λαϊκή γειτονιά ξανάσαινε για μια στιγμή, γιατί δεν κρατούσαν τίποτα κρυμμένο, απλά, φυσικά, όπως ζούσαν οι λαϊκές οικογένειες μοίραζαν τα τρόφιμα, πρώτα-πρώτα στα ορφανεμένα σπίτια και σε όσους είχαν ανάγκη.

Μικροκατεργαραίοι σαν παιδιά της γειτονιάς, επιστράτευσαν μυαλά-ξυράφια και κορμάκια με ευελιξία αίλουρου για να ζήσουν.

Συγκρότησαν ομάδες ανά περιοχή, οργάνωσαν κρυψώνες, συνδέθηκαν με την Αντίσταση, παραδίδοντας στην Οργάνωση, όπως έλεγαν το ΕΑΜ, όπλα που καμιά φορά αποτελούσαν μέρος της λείας τους.

Παιδιά της γειτονιάς που η ανάγκη τα οδήγησε να «χαρτογραφήσουν» με άλλο μάτι τους δρόμους που πριν την Κατοχή έπαιζαν, εντόπισαν τις «παγίδες» για τα καμιόνια που συνήθως ήταν ανηφόρες ή διασταυρώσεις του δρόμου με τις ράγες του τραίνου, καθώς εκεί τα φορτηγά «έκοβαν» ταχύτητα.

Τα ονόματά τους είναι ζωντανά ακόμα στους συντρόφους τους της γενιάς τους, για τους υπόλοιπους είναι ξεχασμένα στα λασπωμένα σοκάκια των ανατολικών συνοικιών και των φτωχογειτονιών του Πειραιά.

Αξίζει όμως να θυμόμαστε και αυτή την πλευρά του λαϊκού αγώνα, γιατί και σε αυτή την πάλη για ζωή, πολλά παιδιά ξεψύχησαν από σφαίρες φασιστών, για ένα καρβέλι ψωμί και για ένα πακέτο μακαρόνια.

Τα παιδιά στον πόλεμο κατά της πείνας

Οι πιτσιρικάδες-σαλταδόροι του Βύρωνα ήταν η μεγαλύτερη ομάδα από όλες όσες δρούσαν σε διάφορες συνοικίες. Τόπος συγκέντρωσης ήταν το Ζάππειο, πίσω από το γυμναστήριο «Φωκιανός» ή λίγο παρακάτω στο βαριετέ «Όαση». Εκεί αντάμωναν τα πρωινά για να χωριστούν στη συνέχεια σε μικρότερες ομάδες ανά δύο ή το πολύ ανά τρεις.

Όπως αναφέρει ο Φώντας Φιλέρης, οι σαλταδόροι είχαν εφεύρει τρεις λέξεις για να συνεννοούνται μεταξύ τους: Η πρώτη ήταν το λίιου, η δεύτερη το ντουντουντου και η τρίτη το χάπατες.

Την πρώτη λέξη την φώναζαν με όλη την δύναμη της φωνής τους οι αργοπορημένοι μέχρι να ακούσουν την απόκριση και να συναντηθούν με τους άλλους. Η δεύτερη λέξη σήμαινε «όρμα δεν σε βλέπει κανένας» και η τρίτη προειδοποιούσε πως υπάρχει κίνδυνος.

Το κυνήγι του θησαυρού γινόταν στα μέρη που σίγουρα σύχναζαν Γερμανοί: Ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», Παναθηναϊκό Στάδιο, Κολυμβητήριο, Στύλοι Ολυμπίου Διός, Ακρόπολη και ξανά πίσω.

Οι πιο τολμηροί την έστηναν στα Χαυτεία, ενώ ο Φώντας Φιλέρης αναφέρει τρία πρόσωπα, τον Μάκη Κανδύλη, τον Γιώργο Καμπάνη και άλλον έναν που δεν κατονομάζει ως τους πρώτους που σάλταραν πάνω στα γερμανικά καμιόνια.

Στην αρχή της πλατείας Ομονοίας, όπου τα καμιόνια κόβανε ταχύτητα, αυτά τα τρία παλικαρόπουλα σκαρφάλωναν στην καρότσα κι ώσπου να φτάσει το καμιόνι στην στροφή της Πειραιώς αρπάζανε ότι βρίσκανε μέσα κι εξαφανίζονταν.

Γιώργος Μηλιώνης

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο