Το Σκοπευτήριο της Καλλιθέας

Η σκοποβολή, με διαφορετική μορφή και σκοπό, κάνει την εμφάνισή της την προϊστορική εποχή, όταν ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την τροφή του κυνηγούσε τα θηράματά του ή προσπαθούσε να προστατευθεί από τους εχθρούς του. Οι αρχαίοι Έλληνες οργάνωναν αγώνες σκοποβολής με περιστέρια, αποδίδοντας έτσι τιμές στους θεούς. Μαρτυρίες που σώζονται βεβαιώνουν πως παρόμοιες ιερουργίες τελούσαν κατά τη διάρκεια του 19ου αι. οι Ινδοί, οι Πέρσες, οι Σλάβοι, οι Κέλτες και οι Γερμανοί. Σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη του αθλήματος υπήρξε η ανακάλυψη της πυρίτιδας, που με τη σειρά της οδήγησε στην ανάπτυξη της χρήσης των πυροβόλων όπλων. Η ευρεία διάδοση του αθλήματος οδήγησε στη δημιουργία της Διεθνούς Ενώσεως Σκοποβολής (1907), γνωστής σήμερα ως Διεθνής Αθλητική Ομοσπονδία Σκοποβολής (ISF).

Στη χώρα μας το άθλημα της Σκοποβολής αναδεικνύεται για πρώτη φορά στους ανεπίσημους αγώνες του 1892. Δύο χρόνια αργότερα, το 1894, περιέρχεται ως επίσημο πλέον αγώνισμα στο πρόγραμμα των «Ελευθεριών Αγώνων» της Τήνου. Το 1897 εντάσσεται στην αρμοδιότητα του ΣΕΓΑΣ, από τον οποίο αποσπάται το 1932 με την ίδρυση της Σκοπευτικής Ομοσπονδίας Ελλάδος (ΣΚΟΕ).

Το άθλημα της σκοποβολής είναι ένα από τα 9 αθλήματα που επίσημα συμμετείχαν στο αγωνιστικό πρόγραμμα των πρώτων νεότερων Ολυμπιακών Αγώνων. Το μοναδικό Σκοπευτήριο που υπήρχε όμως στην Αθήνα εκείνη την εποχή και βρισκόταν πίσω από τους Στρατώνες του Πυροβολικού κρίθηκε ακατάλληλο και ανεπαρκές από την Ειδική Επιτροπή της Βουλής, η οποία αποφάσισε την ανέγερση νέου στην Καλλιθέα. Η εκπόνηση των σχεδίων και η ευθύνη για την οικοδόμηση του νέου Σκοπευτηρίου ανατέθηκαν στον αρχιτέκτονα του Παναθηναϊκού Σταδίου και δεινό σκοπευτή Αναστάσιο Μεταξά. Για την κατασκευή του έγινε μειοδοτική δημοπρασία, η οποία κατακυρώθηκε στο ύψος των 95.000 δρχ. Η έναρξη των εργασιών έγινε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1895. Παράλληλα με την απόφαση για ανέγερση του Σκοπευτηρίου, η Ειδική Επιτροπή της Βουλής απέστειλε έντυπο προς τους νομάρχες με οδηγίες για τους μελλοντικούς σκοπευτές. Επιπλέον, με πρότασή της προς το Υπουργείο Στρατιωτικών εισηγείται την ίδρυση προσωρινών σκοπευτηρίων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, τα οποία επρόκειτο να λειτουργήσουν από τις 15 Δεκεμβρίου 1895. Η πρόταση ωστόσο παρέμεινε μόνο στα χαρτιά!

Από τη μια πλευρά του γηπέδου δημιουργήθηκε οικοδομή μήκους 81 μ. και πλάτους 20 μ., η οποία στο πρόσθιο τμήμα της είχε διάδρομο 8,20 μ. Πάνω σε αυτόν διαμορφώθηκαν οι 28 θυρίδες για τους σκοπευτές, οι οποίες χωρίζονταν μεταξύ τους με κιγκλίδωμα. Η επιλογή της θέσης για την ανέγερση του Σκοπευτηρίου δεν θεωρήθηκε επιτυχημένη, καθώς σε μικρή απόσταση από το πεδίο βολής βρισκόταν ο δημόσιος δρόμος Αθηνών-Φαλήρου. Γι’ αυτό ακριβώς οι κατασκευαστές υποχρεώθηκαν στη δημιουργία βληματοδοχής στο τέρμα του πεδίου βολής και στην τοποθέτηση ενδιάμεσων προστατευτικών φραγμάτων. Επιπλέον, η συνολική κατασκευή δεν έδινε τη δυνατότητα για ρίψεις βολών αποστάσεων μεγαλυτέρων από 300 μ.

Η κατασκευή του Σκοπευτηρίου ήταν λιγότερο απαιτητική από τεχνικής και οικονομικής απόψεως από εκείνες του Παναθηναϊκού Σταδίου και του Ποδηλατοδρομίου, με αποτέλεσμα την έγκαιρη ολοκλήρωσή του. Τα εγκαίνιά του έγιναν την ίδια ημέρα με την τελετή έναρξης των σκοπευτικών αγώνων της Ολυμπιάδας στις 27 Μαρτίου 1896. Στις 10:30 π.μ. της ίδιας ημέρας «…κατέρχεται η Αυτού Μεγαλειότης η Βασίλισσα μετά της βασιλόπαιδος Μαρίας και του μνηστήρος της Μεγάλου Δουκός Γεωργίου. Εις την αίθουσαν ψάλλεται ο αγιασμός και μετά τούτο η Βασίλισσα σύρει την σκανδάλην του τοποθετημένου εις μίαν θυρίδα τυφεκίου. Τα εγκαίνια ετελέσθησαν και η Βασιλική οικογένεια αποχωρεί μεθ’ ο τοποθετούνται οι αγωνισταί παρά τας θυρίδας και δίδεται διά σαλπίσματος το πρόσταγμα: Αρχίσατε Πυρ!…».

Μετά τους Αγώνες και μέχρι το 1925, η χρήση του κτίσματος ως σκοπευτηρίου ήταν σπάνια, ενώ παράλληλα περιορίσθηκε στα 12.000 τ.μ. και η έκταση που καταλάμβανε. Σύμφωνα με πρόταση των Μιχαήλ Ρινόπουλου και Μιλτιάδη Νεγροπόντη η έκταση παραχωρήθηκε για σχολική χρήση. Στο χώρο, έπειτα από διάφορες μεταρρυθμίσεις, συστεγάστηκαν για 15 περίπου χρόνια -από το 1925 έως το 1940- δύο δημοτικά σχολεία. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής μετατράπηκε σε φυλακές, χρήση που διατηρήθηκε για μια ολόκληρη εικοσαετία, από το 1945 έως το 1965. Με την κατεδάφιση των κτισμάτων η έκταση μεταβιβάστηκε από την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων στον Οργανισμό Ανέγερσης Σχολικών Κτηρίων, ο οποίος και προχώρησε στην κατασκευή ανάλογων κτηρίων. Με τη χρήση αυτή παραμένει έως σήμερα.

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο